Κυνήγι

Η ιστορία του Ελληνικού Ιχνηλάτη

Ο Ελληνικός Ιχνηλάτης κατάγεται από τους καταδιωκτικούς σκύλους (ιχνηλάτες λαγωοθήρες) της εποχής του Ξενοφώντα. Στην Αρχαία Ελλάδα καλλιεργούσαν διάφορες γνήσιες κυνηγετικές φυλές απο τις οποίες οι κυριότερες ήταν στη Λακωνία, Αργολίδα, Κρήτη και γενικά στη Νότια Ελλάδα. Οι αρχαίοι λαγωνικοί ονομάζονταν λακωνικοί (από τον τόπο της προέλευσης τους, την Λακωνία). Η λέξη λαγωνικός προέρχεται απο τη λέξη λακωνικός και όχι απο τη λέξη λαγωός όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως.

Οι σκύλοι που κυνηγούν το λαγό ονομάζονταν και ονομάζονται λαγωοθήρες κοινώς λαγόσκυλα. Πρόκειται για μια μικρή παραφθορά της λέξης λακωνικός που έγινε λαγωνικός.

Στην Αρχαία Ελλάδα οι λαγωνικοί χρησιμοποιούνταν ευρέως στο κυνήγι του χοντρού θηράματος (ελαφιού, αγριόχοιρου, ζαρκαδιού) και όχι σπάνια στο κυνήγι του μικρού τριχωτού θηράματος (λαγού). Τους καλύτερους λαγωνικούς τους χρησιμοποιούσαν και στον πόλεμο, τους οποίους εκγύμναζαν (όπως τους μολοσσούς) να μάχονται σε λόχους. Ήσαν και αγγελιοφόροι. Χρησιμοποιήθηκαν (όπως και σήμερα οι λαγωνίκες-λεβριέ) και ως σκυλιά συντροφιάς. Οι πλούσιες Αθηναίες είχαν τη συνήθεια να συντροφεύονται στο σπίτι και να συνοδεύονται στον περίπατό τους γενικά από τέτοια σκυλιά.

Οι αναπαραστάσεις των αρχαιοελληνικών τοιχογραφιών, αγγείων, νομισμάτων κ.λ.π., μας βεβαιώνουν ότι ο λαγωνικός υπήρξε από μακρότατη εποχή στη χώρα μας. Τον βλέπουμε να συνοδεύει τον κυνηγό, τον πολεμιστή, τον κωμωδό, τη μεγάλη κυρία, τις βακχίδες, αλλά ιδιαίτερα, ως αχώριστος σύντροφος την θεά του κυνηγιου Άρτεμις. Ήταν καθιερωμένος ακόμη ως σύμβολο λατρείας, που ο αρχαίοι Έλληνες είχαν για το σκύλο.

Ο Λαγωνικός αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία ως ουράνιος αστερισμός (Σείριος). Περίφημος έγινε ο ταχύτατος Λαγωνικός Κέφαλος για το μεγάλο αριθμό φονευθέντων θηραμάτων.

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΑΓΩΝΙΚΩΝ

Η λαγωνική γενικά φυλή κατά την επικρατέστερη γνώμη είναι η πρώτη φυλή σκύλου σε όλο τον κόσμο. Κυνηγός υπήρξε ο πρωτόγονος άνθρωπος, λαγωνικός ο σκύλος του. Και θα πρέπει να ήταν έτσι, διότι ο λαγωνικός ταχύτατος όπως ήταν ανάγκαζε το καταδιωκόμενο θήραμα να περάσει μπροστά από τον αναμένοντα σε κάποιο θάμνο με το ρόπαλο στο χέρι κυνηγό ή κατόρθωνε να το κουράσει και να πέσει οπότε κατέφθανε ο κυνηγός για να το σκοτώσει.

Οι ελληνικοί λαγωνικοί καταγονται από τον αρχαίο σκύλο Δρόμωνα της Αιγύπτου, γενάρχη των μεσογειακών λαγωνικών φυλών, ο οποίος προερχόταν από τον άγριο Αβησσυνό σκύλο Σείμιο κ. Καμπερού (Κάνις σιμενσίς) ή από τον Ασσύριο Δρόμωνα που ήσαν μακρότατοι απόγονοι του Ενδιάμεσου Κυνός (Κάνις φαμιλιάρις ιντερμέντιους, γιου του Tomarctus του πρώτου σκυλιού επί της γης, κοντόσωμου, που έμοιαζε περισσότερο με ύαινα (μιλάμε για εποχή πριν από εκατομμύρια χρόνια!).

Από τη 2η προ Χριστού χιλιετία, ίσως και προγενέστερα, δηλαδή πριν από το 4.000 περίπου χρόνια, οι Κρήτες και αργότερα οι Φοίνικες, με τα διάφορα εμπορεύματά τους έφερναν για εμπορία από την Αίγυπτο, κυρίως από την πεδιάδα του Νείλου και την εγγύς Ανατολή, λαγωνικούς σκύλους στην Ελλάδα. Αυτός ο αρχέγονος τύπος λαγωνικού προσαρμόστηκε με τον καιρό, στο κλίμα και το έδαφος της Ελλάδας και βελτιώθηκε με τη σταθερή καλλιέργεια των ελλήνων. Οι αρχικοί αυτοί τύποι αναπαρίστανται σε τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας, όπως “ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΓΙΑ ΚΥΝΗΓΙ”, “ΚΥΝΗΓΙ ΑΓΡΙΟΧΟΙΡΟΥ” που έγιναν πριν από 3500 χρόνια!

Απ’αυτούς τους λαγωνικούς τύπους προήλθαν οι καταδιωκτικοί σκύλοι ή ιχνηλατες ή λαγωοθήρες της εποχής του Ξενοφώντα. Για την εξέλιξή τους αυτή πέρασαν τότε χίλια και πλέον χρόνια. Από τους ιχνηλάτες αυτούς κατάγεται ο ελληνικός ιχνηλάτης.

Ο Ξενοφών (που έζησε από το 430 έως το 354 π.χ.) εκτός από ιστορικός φιλόσοφος και στρατηγός, ήταν και κυνηγός και ο πρώτος κυνολόγος στον κόσμο. Στον περίφημο “κυνηγετικό” του δίνει στους κυνηγούς και κυνοτρόφους της εποχής, πλείστες συμβουλές, από τις οποίες πολλές ισχύουν και σήμερα.

Γράφει π.χ. για τα καλά λαγόσκυλα “… πρέπει να έχουν δάκτυλα συμμαζεμένα τα μπροστινά σκέλη ευθυτενή και ισχυρά, τα πισινά μυώδη, κεφάλι και λαιμό ισχνούς κ.λ.π.” . Αν συγκρίνουμε αυτά με τα αντίστοιχα που αναφέρει το στάνταρ του σημερινού ιχνηλάτη μας (βραχίων ρωμαλέος, αντιβράχιον ευθυτενές, ισχυρό, δάκτυλα ισχυρά καλά ενωμένα, μηρός μυώδης, ισχυρός, κνήμη ισχυρά κ.λ.π.),θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει διαφορά.

Ο ίδιος συμβουλεύει να γίνεται το ζευγάρωμα των σκυλιών το χειμώνα (για να γεννηθούν τα σκυλάκια την ωραιότερη εποχή την άνοιξη) και το θηλυκό να
οδηγείται στο αρσενικό στο τέλος του οργασμού (γιατί τότε επέρχεται η ωορρηξία και θα είναι δυνατή η γονιμοποίηση) κ.λ.π.

Τα καταδιωκτικά σκυλιά της εποχής του Ξενοφώντα ανήκαν γενικά σε δυο τύπους:

α) Στα μεγαλόσωμα που τα χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι κυρίως του χονδρού θηράματος (αγριόχοιρου, ελαφιού κ.λ.π.). β) Στα μικρόσωμα που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως στο κυνήγι,του μικρού τριχωτού θηράματος (λαγού, ελαφιόύ, κουναβιού κ.λ.π.)

Τα μικρόσωμα τα εκγύμναζαν με δυο διαφορετικές μεθόδους:

Η μία αφορούσε την ανεύρεση (με την ιχνηλασία) και τoν εντόπισμο του λαγού στην κρυψώνα του, χωρίς ξεφώλιασμα και δίωξη, διότι θα ήταν πολύ δύσκολο (αν όχι σχεδόν αδύνατο), ο κυνηγός να κτυπήσει με το τόξο ή τη λόγχη τον καταδιωκόμενο και τρέχοντα ταχύτατο λαγό.

Η άλλη αφορούσε και τη δίωξη, με σκοπό να αναγκαστεί ο λαγός να στραφεί προς τα κάθετα στημένα δίκτυα στα οποία παγιδευόταν και συλλαμβανόταν (η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται και σήμερα, αλλά σπάνια, διότι χρησιμοποιούνται κυρίως άνθρωποι “ξεσηκωτές”, που αναγκάζουν τους λαγούς μιας ζώνης προστασίας και σύλληψης να κατευθυνθούν στα δίχτυα για τη σύλληψη και μεταφορά τους σε άλλους λαγότοπους).

Ο εντοπισμός του θηλαστικού θηράματος (λέμε απλά εντοπισμός και όχι δείξη-φέρμα, με τη γνωστή σημερινή έννοια) επιτεύχθηκε με την παράταση από τον κυνηγό,της στιγμιαίας ακίνητης στάσης, που αυθόρμητα παρουσιάζει το σκυλί όταν βρεθεί μπροστά στη ζωντανή λεία του (θήραμα). Αυτή την αιφνίδια ενστικτώδη ακινησία του σκύλου (που έχουν και άλλες κυνίδες, λύκος, τσακάλι, αλεπού και οι αιλουρίδες, γάτος, λιοντάρι, τίγρης κ.λ.π.) που διαρκεί ελάχιστα (κλάσματα του δευτερολέπτου), η οποία χρησιμεύει στο σαρκοφάγο για να βρει ένα τέχνασμα ή να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, ώστε να επιτεθεί αποτελεσματικά στη λεία του, την εκμεταλλεύτηκε ο αρχαίος κυνηγός παρατείνοντάς την περισσότερο (πιθανότατα τραβώντας το μακρύ σχοινί, δεμένο στο περιλαίμιο του σκύλου και διατάζοντας συγχρόνως “μη”. Είναι η χαραυγή της δημιουργίας του σκύλου φέρμας (για τη στάση ακινησίας του σκύλου ομιλεί και ο Ξενοφώντας) η οποία αναπτύχθηκε και διαδόθηκε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.

Επιστρέφοντας στα αρχαία καταδιωκτικά μας, σημειώνουμε ότι αυτά δεν αποτελούσαν μια ενιαία “εθνική” φυλή, αλλά διάφορες τοπικές φυλές, ανάλογα με το περιβάλλον διαβίωσής τους. Έτσι υπήρχε ο προλεχθείς Λακωνικός σκύλος, η Κυνουρίδα της Κυνουρίας- Πάρνωνα (μακρόσωμο και κοντοπόδαρο, περίπου σαν τα σημερινά γερμανικά Τέκελ ή Ντάξχουντ, που προερχόταν από το Λακωνικό), ο Λαγωνικός της Κρήτης, ο οποίος λόγω της νησιωτικής απομόνωσής του και μάλιστα στα σχεδόν απρόσιτα ορεινά μέρη της ενδοχώρας της Κρήτης, διετήρησε επί αιώνες σχεδόν, τον αρχικό λαγωνικό τύπο (μακρύ και λεπτό κεφάλι αυτιά ημιανορθωμένα, λεπτό και ραδινό σώμα, υψηλά σκέλη, ουρά ημικυρτωμένη, ταχύτατο καλπαστικό τρέξιμο) και επιζεί σήμερα σε λίγα καθαρόαιμα άτομα στα βουνά της νοτιοανατολικής Κρήτης, όχι βέβαια ως ο αρχικός λαγωνικός τύπος, αλλά ως ιχνηλάτης (λαγόσκυλο).

Ο Κρητικός ιχνηλάτης,είναι το αρχαιότερο κυνηγετικό σκυλί της Ευρώπης, έχει ιστορία 4.000 ετών και συνδέεται με την ίδια την ιστορία της Κρήτης.

Κατά τη ρωμαική εποχή πολλά ελληνικά σκυλιά μεταφέρθηκαν στην Ιταλία και στη Γαλατία (σημερινή Γαλλία με τις γειτονικές περιοχές) και αργότερα στην Ελβετία, όπου προσαρμόστηκαν στις νέες εδαφοκλιματολογικές συνθήκες και μέσω των αιώνων καλλιεργήθηκαν και εξελίχθηκαν σε μερικούς από τους σημερινούς ιχνηλάτες (ιταλικός ιχνηλάτης “Σεγκούτζιο”, ελβετικός χνηλάτηςΙούρα τύπου υπομέλανος “Μπρούνο”),τ α οποία μοιάζουν αρκετά με το σημερινό ελληνικό ιχνηλάτη στη σωματική διάπλαση και προπάντων στο μαύρο-κοκκινωπό χρώμα.

Mε τη ρωμαική κατοχή του ελληνικού χώρου και την επακόλουθη παρακμή των ελληνικών πόλεων, που συνεχίστηκε στη βυζαντινή περίοδο και επιδεινώθηκε επι τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας και ο ελληνικός ιχνηλάτης είχε ανάλογη παρακμή, εκτός από απομονωμένες ορεινές περιοχές.

Με την απελευθέρωση και τη συγκρότηση, από τις στάχτες, του ελληνικού Έθνους διάφοροι κυνηγοί, παρά τη γενική καταστροφή και τη φτώχεια, άρχισαν να ενδιαφέρονται για το κυνήγι και να εφοδιάζονται με όπλα και σκυλιά. Τότε υπήρχαν πάμπολλα δάση και απέραντες ακαλλιέργητες περιοχές και επομένως υπήρχε και άφθονο θήραμα. Λέγεται ότι η Ελλάδα τότε είχε 60% δασοκάλυψη. Μπορεί να είναι υπερβολή ως προς τα δάση, αλλά αν προστεθούν οι ακαλλιέργητες εκτάσεις, οι οποίες (λόγω της πολυετούς επανάστασης είχαν γίνει θαμνώδεις, καθώς και οι λόγγοι και οι λόχμες, αναμφιβόλως το καλυμμένο από αυτοφυή βλάστηση έδαφος έφτανε και μάλλον ξεπερνούσε το 60%.

Σ΄αυτές τις πολλαπλές θαμνο-δασοσκεπείς εκτάσεις και ακαλλιέργητα χωράφια αλλά και στα καλλιεργημένα παραδοσιακά, χωρίς δηλαδή τα μετέπειτα μηχανοκίνητα μέσα, όπως τρακτέρ, θεριστικές μηχανές κ.λ.π.και προπάντων χωρίς τα τοξικά εντομοκτόνα και ζιζανιοκτόνα (τέτοιες σημερινές γεωργικές δραστηριότητες προξενούν μέχρι και το 60% των απωλειών του θηράματος), που ήσαν ιδανικοί θηραματότοποι, καθώς και με το μικρό αριθμό κυνηγών (που δεν θα ήσαν πάνω από 5-10 χιλιάδες σε μια χώρα που το 1832 είχε μόνο 823.773 κατοίκους και αποτελείτο έως το 1864 από τη Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Κυκλάδες και Ιόνια νησιά), οι οποίοι χρησιμοποιούσαν, ως επί το πλείστον, παλαιά εμπροστογεμή μακρύκαννα τουφέκια, όπως π.χ.τα καρυοφίλια, αλλά και πολεμικά (υπόλοιπα της επανάστασης), το θήραμα όχι μόνο δεν μειωνόταν, αλλα τουναντίον αυξανόταν τόσο, που οι λαγοί έμπαιναν στους λαχανόκηπους των αγροικιών και τις παρυφές των χωριών.
Οι κυνηγοί από τη σύσταση του ελληνικού Κράτους μέχρι τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, κυνηγούσαν ελεύθερα όλο το χρόνο, όλα τα είδη θηράματος εκτός από τα ωφέλιμα πτηνά που απαγορεύονταν με αστυνομική διάταξη του 1979 καθώς επίσης και η σύλληψη λαγού και πέρδικας με παγίδες. Έτσι ο κάθε κυνηγος έβγαινε στην περιοχή του χωριού του ή των γειτονικών χωριών, με ή χωρίς σκυλί, κτυπούσε ένα-δυο λαγούς (ή και περισσότερους ) και επέστρεφε στο σπίτι εξασφαλίζοντας το κρέας της οικογένειας.
Aπό τα κυνηγετικά σκυλιά, υπήρχαν λίγοι καθαρόαιμοι ελληνικοί ιχνηλάτες και πλείστοι μιγάδες που είχαν κάποια μορφή λαγόσκυλου και μικρή δίωξη. Σκυλιά φέρμας και μάλιστα καθαρόαιμα, γενικά δεν υπήρχαν.

Έτσι ο ελληνικός ιχνηλάτης έπρεπε “να κάνει όλες τις δουλειές” ήτοι να ψάχνει και να σηκώνει το λαγό, την περδικα τη μπεκάτσα και άλλα εδαφόβια θηράματα κατά το δυνατό εντός της βολής του όπλου, δηλαδή ένα σκυλί περιορισμένης έρευνας και δίωξης (αφου δεν είχε φέρμα), με άλλα λόγια ένα “μπασταρδάκι” και όχι ένα γνήσιο λαγόσκυλο που θα κατεδίωκε χιλιόμετρα το λαγό και αν τυχόν ενδιαφερόταν, για την πέρδικα, τη μπεκάτσα ή άλλο πτερωτό θήραμα, θα την “προγκούσε” μακριά από τον κυνηγό.

Θεωρούμε αναγκαίο να σημειώσουμε εδώ, ότι εμείς και οι γείτονές μας της Βαλκανικής, που ανήκαμε στο Βυζαντινό κράτος και κατόπιν βρεθήκαμε κάτω από το μακροχρόνιο τουρκικό ζυγό, δεν γνωρίσαμε φεουδαρχία η οποία δημιουργήθηκε στην κεντροδυτική Ευρώπη με τη κατάλυση του ρωμαϊκού κράτους, οπότε οι κατακτητές πήραν τη γη (γαιοκτήμονες-φεουδάρχες) και σχημάτισαν την τάξη των ευγενών με πολιτική εκουσία και στρατό από ιππότες. Αυτοί οι ευγενείς (δούκες, μαρκήσιοι, κόμητες, βαρώνοι) είχαν και αποκλειστικό δικαίωμα του κυνηγίου των σημαντικότερων τουλάχιστον θηραμάτων και ο καθένας τους διατηρούσε κυνοστάσια με εκατοντάδες καθαρόαιμα σκυλιά, κυρίως καταδιωκτικά, και το κατάλληλο προσωπικό. Έτσι όχι μόνο υπήρχε η διατήρηση των καθαρόαιμων κυνηγετικών σκυλιών, αλλά και βελτίωση και ανάπτυξή τους, καθώς και η δημιουργία νέων φυλών, οπότε είχαν αποκτηθεί σχετικές γνώσεις και πείρα και επομένως είχε δημιουργηθεί, μέσω των αιώνων, μια κυνοτροφική-κυνολογική παράδοση,που δεν είχε ποτέ η μεσαιωνική και η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

Όλα αυτά θα ήταν δυνατό να κάμουν ανεκτή ή να δικαιολογήσουν την κυνόφιλη εν γένει αμέλεια ή άγνοιά μας (με συνέπεια τη μιγαδοποίηση των σκυλιών μας έστω και μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφού απελευθερωθήκαμε από τη σκλαβιά τετρακοσίων ετών, που επέφερε όχι μόνο την υλική, αλλά και την πνευματική φτώχεια και όσοι επέζησαν από την πολυετή Επανάσταση, συναντούσαν παντού καταστροφές και δεινά (ας σκεφθούμε τον όλεθρο της Πελοποννήσου από τον Ιμπραήμ Πασά και το κατεστραμένο “χωριό” που άλλοτε ήταν η περίλαμπρη Αθήνα). Όμως στο μεσοπόλεμο και ακριβέστερα από το 1923 με το πρώτο Νομοθετικό Διάταγμα, κατόπιν με το Ν.4173 του 1929 τα ακόλουθα διάφορα Νομοθετικά Διατάγματα και Νόμους έως το 1939 και προπάντων με τον Α.Ν. 1926/39 “Περί θήρας”, είχαν τεθεί οι αρχικές βάσεις για την οργάνωση και ανάπτυξη της θήρας (ίδρυση διαφόρων “συνεργαζόμενων” Κυνηγετικών Συλλόγων, άδειες θήρας, χρονικός περιορισμός κυνηγίου, προστασία των ωφελίμων θηραμάτων κ.λ.π.)και θα έπρεπε να είχε καταβληθεί παράλληλα, μια υπεύθυνη προσπάθεια για τη βελτίωση και αξιοποίηση τουλάχιστον του Ελληνικού Ιχνηλάτη, που αποτελεί την εθνική μας κυνηγετική φυλή.
Δυστυχώς δεν έγινε τίποτε και συνεχιζόταν με αμείωτο ζήλο η διασταύρωση και η νόθευση των ιχνηλατών μας (όπως και άλλων κυνηγετικών σκυλιών) με αποτέλεσμα να διατηρείται και να αυξάνεται η στρατιά από πολυπίκοιλους και παντοειδείς μιγάδες και είχαμε φθάσει στα μεταπολεμικά χρόνια στο σημείο ν’απευθυνόμαστε στη Βουλγαρία και στην Αλβανία, για να προμηθευτούμε “καλά” λαγόσκυλα, τα οποία ονόμαζαν (και τα ονομάζουν)”βουλγάρικα”, “βαλκανικά”, αλλά προέρχονται από τους Ελληνικούς Ιχνηλάτες και είναι πολύ κατώτερα από τα δικά μας (λόγω ανορθολογικής αναπαραγωγής), τα οποία μερικοί.. αμελλητί διασταύρωναν με τα δικά μας καθαρόαιμα, με αποτέλεσμα να υποβαθμιζουν ή να νοθεύουν, και με αυτό τον τρόπο τη δική μας φυλή.

Τέλος υπήρχε και η στενή τοπικιστική ή ψευτοεγωϊστική νοοτροπία (που δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, το έχουμε συναντήσει και σε άλλες χώρες), επαρχιωτών κυνηγών, οι οποίοι αν έχουν καλά λαγόσκυλα δεν τα ζευγαρώνουν εύκολα ή δεν δίνουν εύκολα σκυλάκια για να μη τους πάρουν τη “ράτσα” τους ή για να μη κυνηγούν τους λαγούς στην ίδια περιοχή τους με καλά λαγόσκυλα.

Όπως είπαμε πριν από λίγο, οι λαγοκυνηγοί (όπως και οι πουλοκυνηγοί με τα πουλόσκυλα) είχαν βέβαια αρκετά ελαφρυντικά για τις ολέθριες για τη γνήσια φυλή του ελληνικού ιχνηλατη, μιγαδικές πράξεις τους, αφού δεν είχαν (ας επαναληφθεί) καμμιά κυνολογική καθοδήγηση και την παραμικρή κυνοτροφική παράδοση, όπως είχαν από αιώνες οι δυτικοευροπαίοι.

Με την επιστροφή μας στην Ελλάδα, πρώτη μας φροντίδα ήταν η επί επιστημονικο-τεχνικών βάσεων κυνολογική οργάνωση στη χώρα μας και σε λίγο χρονικό διάστημα ιδρύσαμε το 1956 τον Ελληνικό Κυνολογικό Οργανισμό – ΕΚΟ (ο οποίος αναγνωρίστηκε επίσημα από το κράτος, στη συνέχεια και διεθνώς) και θέσαμε αμέσως ως κύρια επιδίωξη και βάσει ρητής διάταξης του καταστατικού του, την αξιοποίηση των ελληνικών φυλών και μεταξύ των προσωπικών προσπαθειών μας υπήρξε η ενδελεχής μελέτη του Ελληνικού Ιχνηλάτη, για τον καθαρισμό και τη σύνταξη του εθνικού τύπου (στάνταρ) της (γνήσιας, καθαρόαιμης) φυλής του. Το κείμενό του το μεταφράσαμε στα γαλλικά και το στείλαμε, μαζί με άλλα σχετικά στοιχεία στη Διεθνή Κυνολογική Ομοσπονδία – FCI (της οποίας ο ΕΚΟ ήταν ομόσπονδο δηλαδή πλήρες και ισότιμο μέλος, όπως οι άλλες ευρωπαικές κυνολογικές οργανωσεις), για τη διεθνή αναγνώριση του. Έτσι ο Ελληνικός Ιχνηλάτης αναγνωρίστηκε το 1958 επισήμως και διεθνώς και με τη σύνταξη και έγκριη των Κανονισμών των Ελληνικών Γενεαλογικών Βιβλίων, κυνολογικών εκθέσεων κ.λ.π. που εγκρίθηκαν στο μεταξύ, τέθηκαν οι επιστημονικο-κυνοτεχνικές βάσεις για τη μετ’επιλογής εκτροφή, βελτίωση και τελειοποίηση της ελληνικότατης αυτής φυλής.

Γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, όχι μόνο όσον αφορά τον Ελληνικό Ιχνηλάτη αλλά και τις άλλες ελληνικές φυλές, καθώς και τα σκυλιά ξένων φυλών που εισάγονται στη χώρα μας χωρίς γενεαλογικά πιστοποιητικά ή και τους απόγονους τους, έχει από τότε καταρτισθεί και τηρείται το Ελληνικό Βιβλίο Αναγνωρισμένων (ΕΒΑ), στο οποίο γράφονται όσα από τα σκυλιά αυτά ανταποκρίνονται στον τύπο της φυλής τους (καθαρόαιμα), κατόπιν βέβαια κυνολογικής εξέτασης (ενώ στο Ελληνικό Βιβλίο Καταγωγών – ΕΒΚ -γράφονται τα σκυλιά που έχουν καταχωρημένη καταγωγή τουλάχιστον τριών γενεών ήτοι 14 προγόνων). Έτσι από τότε γράφονται οι Ελληνικοί Ιχνηλάτες (όπως και τ’ άλλα πιο πάνω αναφερθέντα) στο ΕΒΑ και οι δισέγγονοι ή τρισέγγονοι τους, (κατόπιν εξέτασης ελέγχου) μεταγράφονται στο ΕΒΚ.

To ίδιο έτος (1958) οργανώθηκε η 1η Πανελλήνιος Έκθεση Κυνών με Π.Ι.Π.Α. – CAC (Πιστοποιητικό Ικανότητας Πανελληνίου Αριστείου) όπου διαγωνίστηκαν και 4 Ελληνικοί Ιχνηλάτες, από τους οποίους κρίθηκε (από αναγνωρισμένο Κριτή του ΕΚΟ ) ο Δουξ του κ. Νικ. Σώκου από το Κιάτο, ως1ος Εξαίρετος και του απονεμήθηκε το Π.Ι.Π.Α. και στη 2η Πανελλήνιο Έκθεση (1959) το Έπαθλο του Υπουργείου Γεωργίας. Το ίδιο δε έτος γράφτηκε με τον αύξ. αριθμό 4959 στο ΕΒΑ. Έτσι άρχισε και συνεχίζεται, έστω και σε μικρό αριθμό η εγγραφή στο Ελληνικό Γενεαλογικό Βιβλίο(ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΟ) των Ελληνικών Ιχνηλατών. Αισθητή προώθηση στη βελτίωση και ανάπτυξη της φυλής μας πραγματοποιεί τελευταία το κυνοτροφείο Μετέωρα Καλαμπάκας. Το 1959 γράφτηκαν (25) Ελληνικοί Ιχνηλάτες από τους οποίους οι 21 είναι δικής του παραγωγής, καταλαμβάνοντας έτσι την έκτη θέση σε αριθμό των γραμμένων το ίδιο έτος καθαρόαιμων σκυλιών.

Θα πρέπει εδώ να διευκρινισθεί ότι η καθαρόαιμη αναπαραγωγή και η ανάπτυξη κυρίως των λαγόσκυλων γενικά συναντούν πολλά εμπόδια, από τα οποία μερικά είναι σχεδόν ανυπέρβλητα. Το κυριότερο εμπόδιο είναι ότι πλείστα λαγόσκυλα διατηρούνται στις επαρχίες, μακριά από την επίσημη Κυνολογία και χρησιμοποιούνται γενικά (με μερικές εξαιρέσεις) από ντόπιους λαγοκυνηγούς οι περισσότεροι των οποίων δεν έχουν ιδέα από Κυνολογικό Οργανισμό, Γενεαλογικά Βιβλία, (ΕΒΚ και ΕΒΑ), εγγραφές σκυλιών και σκυλακίων σ’ αυτά, έκδοση πιστοποιητικών καθαροαιμίας κ.λ.π. και όσοι (μεσω της Κυνηγεσίας και Κυνοφιλίας, που επί 30 χρόνια τα δημοσιεύει) τα γνωρίζουν, ενδιαφέρονται και αποκτούν μεν καθαρόαιμα και με πιστοποιητικά σκυλιά, για να έχουν ένα πραγματικά καλό και άξιο στο κυνήγι συνεργάτη, αλλά αδυνατούν ή αδιαφορούν κατόπιν να συνεχίσουν την καθαρόαιμη αναπαραγωγή διασταυρώνοντάς τα στο χωριό με σκυλιά άλλης φυλής ή ακαθόριστης φυλής των γειτόνων ή συγγενών, δημιουργώντας έτσι όπως τα παλαιότερα χρόνια) μιγάδες. Ένας άλλος σοβαρός λόγος της ευρείας νόθευσης των φυλών είναι το γεγονός ότι, δυστυχώς δεν υπάρχουν ακόμη στις επαρχίες ειδικοί (κυνολόγοι, κυνοτέχνες) που θα μπορούσαν να κατατοπίσουν αμεσότερα και αποτελεσματικότερα και να εξυπηρετήσουν από κοντά τους κατόχους καθαρόαιμων λαγόσκυλων, ώστε να διαδοθεί ευρύτερα και βαθύτερα η καθαρόαιμη αναπαραγωγή (κυνοτροφία). Όσοι, από το 1957 (που καταρτίστηκαν τα Ελληνικά Γενεαλογικά Βιβλία και άρχισαν οι εγγραφές των καθαρόαιμων σκυλιών) έστειλαν στις επαρχίες καθαρόαιμα σκυλιά μικρά και μεγάλα, γνωρίζουν ότι τα πλείστα (αν όχι σχεδόν όλα) αργά ή γρήγορα εξαφανίζονται στον κυκεώνα της μιγαδοποίησης. Άλλωστε αυτά συνέβαιναν (και συμβαίνουν αλλά πολύ λιγότερο ) και σε άλλες χώρες, σε μερικές δε χρειάστηκαν εκατό και πλέον χρόνια για ν’ αναπτυχθούν και διαδοθούν τα καθαρόαιμα λαγόσκυλα και στα χωριά.

Αντίθετα στα σκυλιά φέρμας δεν παρατηρείται ανάλογη μιγαδοποίηση διότι κυρίως, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες τους διαμένουν σε πόλεις και αφ’ ενός είναι πιο κατατοπισμένοι στη χρησιμότητα του καθαρόαιμου σκύλου, προπάντων της φέρμας και αφ’ ετέρου έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα και ευκολία να προβαίνουν στο ζευγάρωμα του σκυλιού τους με της ίδιας φυλής και ποικιλίας σκυλί και διατηρούν έτσι την καθαρόαιμη αναπαραγωγή (η οποία προσφέρει ηθική ικανοποίηση και οικονομικό όφελος).

Close
Close