Το κυνήγι είναι μια δραστηριότητα σύμφυτη σχεδόν με την εμφάνιση των πρώτων ανθρώπων, άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, άλλοτε ως τρόπος εξασφάλισης τροφής, άλλοτε ως μέσο παίδευσης των νέων ή ως μέρος της παράδοσης και της κουλτούρας του. Αυτή η αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με το κυνήγι και η συμπόρευσή τους στο χρόνο μέχρι τις μέρες μας έχει ανεξίτηλα χαραχτεί σε έργα τέχνης κάθε μορφής, καθώς έχει αποτυπωθεί αρχικά σε βραχογραφίες στα τοιχώματα των σπηλαίων, έπειτα σε έξοχες τοιχογραφίες, σε πίνακες και γλυπτά, σε κείμενα και συγγράμματα, σε παραμύθια, μύθους και θρύλους μέχρι τα πιο πρόσφατα δημοτικά τραγούδια του τόπου μας.
Προϊστορικοί χρόνοι
Δεν μπορεί να καθοριστεί με σαφήνεια το χρονικό σημείο που αποτέλεσε την απαρχή της ενασχόλησης του ανθρώπου με το κυνήγι, γνωρίζουμε απλά ότι μπορεί γενικά να τοποθετηθεί στις αρχές της εξελικτικής πορείας του. Ο προϊστορικός άνθρωπος υποχρεώθηκε να αναπτύξει τις κυνηγετικές του ικανότητες, προκειμένου να εξασφαλίσει την τροφή, άρα και την επιβίωσή του. Έπρεπε δηλαδή να χρησιμοποιήσει τις πνευματικές του δυνατότητες κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εντοπίζει το θήραμά του, να μαθαίνει τις συνήθειές του, να το ακολουθεί και να επιτυγχάνει τη σύλληψή του. Για να τα καταφέρει όλα αυτά επινόησε μεθόδους και κατασκεύασε εργαλεία (τόξα, δόρατα, δίχτυα, παγίδες κ.λπ.), αλλά και οργανώθηκε σε ομάδες (ομαδικό κυνήγι).Είναι προφανές ότι το κυνήγι αποτέλεσε βασικό στοιχείο τόσο για την πνευματική όσο και για την κοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου της λίθινης εποχής, καθώς η αγροτική δραστηριότητα δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Την εποχή του χαλκού ο άνθρωπος εξημερώνει κάποια άγρια ζώα και αρχίζει να τα εκτρέφει, εξασφαλίζοντας με αυτή την πρώτη μορφή κτηνοτροφίας μέρος της τροφής του, ωστόσο το κυνήγι εξακολουθεί να είναι μια σημαντική δραστηριότητα.
Καθώς ο ανθρώπινος πολιτισμός της εποχής του χαλκού και του σιδήρου στρέφεται προς την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της γης, το κυνήγι παύει να διαδραματίζει τον πρωταρχικό ρόλο στην επιβίωση, και αρχίζει να μετεξελίσσεται, πριν ακόμα από την ιστορική περίοδο, σε μια ευγενή δραστηριότητα που συνδυάζει την επίδειξη δύναμης, θάρρους και ικανότητας με την ευφυΐα και τη σύνεση.
Αρχαία Ελλάδα
Οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν από πολύ παλιά κατά κύριο λόγο με την γεωργία, σε αντίθεση με άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς. Το κυνήγι δεν συνδεόταν άμεσα με την επιβίωσή τους, αποτελούσε όμως απόδειξη θάρρους, γενναιότητας και θεωρούνταν δεξιότητα απαράμιλλης παιδευτικής αξίας για τους νέους, καθώς τους βοηθούσε να αναπτύξουν αρετές όπως η ανδρεία και η δεξιοτεχνία στην πολεμική τέχνη. Αυτό, άλλωστε, καταδεικνύεται και στα έργα πολλών αρχαίων συγγραφέων.Ο Πλάτωνας ύμνησε το κυνήγι σαν θεία άσκηση και γύμναση για δυνατούς άνδρες. Ο Ξενοφώντας έγραψε για το κυνήγι ιδιαίτερη πραγματεία, τον γνωστό “Κυνηγετικό”, όπου τονίζει τον ηθικό και παιδαγωγικό ρόλο του κυνηγιού, ενώ σχετικές αναφορές υπάρχουν στα έργα του Ομήρου, στον Πλούταρχο, τον Αρριανό κ.ά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κυνήγι στην αρχαία Ελλάδα ασκούνταν από όλους, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις, είτε ήταν αρχηγοί και βασιλιάδες είτε πολίτες και απλοί στρατιώτες. Ήταν λοιπόν μια αταξική δραστηριότητα, και ως τέτοια έφτασε μέχρι τις μέρες μας.Αν για όλο τον κόσμο το κυνήγι αποτέλεσε βασικό συντελεστή για την επιβίωση του ανθρώπου, για την Ελλάδα έχει ιδιαίτερη πολιτιστική σημασία, αφού εδώ επινοήθηκε και λατρεύτηκε η θεά Άρτεμη, η θεά-προστάτιδα του κυνηγιού αλλά και θεά-τιμωρός για όσους δεν σέβονταν τη φύση ή δεν τηρούσαν τον ηθικό κώδικα συμπεριφοράς των κυνηγών, π.χ. αν χτυπούσαν μικρά θηράματα, νεογέννητα ζώα κ.λπ., τα οποία ήταν ιδιοκτησία της θεάς. Κάθε μορφή πονηριάς που απέβλεπε στη σύλληψη ή τη θανάτωση ζώων με τεχνητά μέσα ή δίχτυα ήταν καταδικαστέα και ο δράστης γινόταν αντικείμενο περιφρόνησης.
Ο τρόπος που οι αρχαίοι Έλληνες συνέδεαν το κυνήγι με το περιβάλλον παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: η ίδια θεότητα – η θεά Άρτεμη – ήταν προστάτιδα του κυνηγιού και κυνηγός η ίδια, αλλά ήταν και προστάτιδα της αύξησης και ευδοκίμησης των φυτών, των άγριων ζώων και γενικά της άγριας φύσης. Πίσω από αυτή τη διπλή ιδιότητα διακρίνεται καθαρά η αντίληψη του κυνηγού-προστάτη της φύσης, μια αντίληψη που επικράτησε στους ευρωπαϊκούς λαούς και επηρέασε καθοριστικά τους νόμους που θεσπίστηκαν για την προστασία του περιβάλλοντος διαχρονικά.
Ρωμαϊκοί χρόνοι – Βυζάντιο – Τουρκοκρατία
Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους δεν υπήρξε ιδιαίτερη διαφοροποίηση στην κυνηγετική πρακτική ούτε ως προς τα μέσα και τα όπλα ούτε ως προς τα είδη των θηραμάτων. Εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, πολύ δε περισσότερο σε αυτές, όπως στην νησιώτικη Ελλάδα και στη Μάνη, που ήταν βασικό μέσο για να εξασφαλίζουν τροφή οι κάτοικοι.
Αρχικά οι Ρωμαίοι είχαν αναθέσει το κυνήγι στους σκλάβους, οι οποίοι είχαν την υποχρέωση να προμηθεύουν με θηράματα τα αφεντικά τους. Αργότερα όμως η επαφή με άλλους λαούς, ιδιαίτερα με τους Έλληνες, μετέβαλλε αυτή την αντίληψη και το κυνήγι έγινε προνόμιο και “δικαίωμα” μόνο του ελεύθερου ανθρώπου. Θεωρούνταν μάλιστα άθλημα υψηλής σημασίας, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι η ελληνορωμαϊκή μυθολογία είναι γεμάτη κυνηγετικά επεισόδια ή αναφορές στο κυνήγι.Οι Ρωμαϊκές επαρχίες χωρίζονταν σε τομείς κυνηγιού (cynegia) που τις διοικούσαν στρατιωτικοί διοικητές των κυνηγετικών μονάδων, ενώ το εμπόριο των θηραμάτων άνθιζε. Τα άγρια ζώα θεωρούνταν από τους Ρωμαίους ότι δεν ανήκουν σε κανένα (res nullius), και επομένως ήταν ιδιοκτησία του πρώτου που θα τα συλλάμβανε – νομική αντίληψη που ισχύει σε κάποιες περιοχές μέχρι σήμερα.
Την εποχή αυτή η ατομική ιδιοκτησία της γης μεγαλώνει και οι μεγαλοκτήμονες αρχίζουν να διεκδικούν το δικαίωμα του κυνηγιού μέσα στις εκτάσεις τους. Εμφανίζεται λοιπόν μια σύγκρουση μεταξύ του δικαιώματος του κυνηγιού και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Αυτό το γεγονός επηρέασε σημαντικά τη μετέπειτα εξέλιξη του κυνηγιού και συνέβαλε στη διαμόρφωση του σημερινού ευρωπαϊκού σκηνικού, όπου το δικαίωμα της θήρας ανήκει στον ιδιοκτήτη της γης – σημαντικότατη διαφορά με τα ελληνικά δεδομένα.
Κατά τα βυζαντινά χρόνια, στο πρόσωπο του συμβόλου των Ακριτών, του Διγενή Ακρίτα, υμνήθηκε το κυνήγι ως ξεχωριστή ανθρώπινη δραστηριότητα. Το ίδιο έγινε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το κυνήγι και ο τρόπος άσκησής του ήταν πρόκριμα για τη διάκριση και την εξέλιξη στη στρατιωτική ιεραρχία των αρματολών και των κλεφτών, ενώ σημαντικά μετέβαλε τη μορφή του κυνηγιού η εφεύρεση του πυροβόλου όπλου.
Το υψηλό φρόνημα των Ελλήνων οδήγησε στη διαμόρφωση ενός κώδικα τιμής τον οποίο όφειλε κάθε κυνηγός να σέβεται. Διαφορετικά χαρακτηριζόταν ανάξιος, αν π.χ. πυροβολούσε μικρά και νεογνά ή όταν το θήραμα έπινε νερό, γενικά δηλαδή αν προτιμούσε τους εύκολους στόχους. Το κυνηγετικό αυτό πνεύμα ποτέ δεν έπαψε να είναι μέρος της πολιτιστικής εξέλιξης του ελληνικού λαού. Αυτό διαφαίνεται μέσα από τη συχνότατη αναφορά σε θηράματα και τρόπους άσκησης του κυνηγιού που παρατηρείται στα δημοτικά μας τραγούδια, αλλά και σε πλήθος ελληνικών παραδόσεων που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την κυνηγετική δραστηριότητα.
Νεότερη Ελλάδα
Μετά την απελευθέρωση, το κυνήγι εξακολουθεί να ασκείται με την ίδια ελευθερία που το χαρακτήριζε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και να διέπεται από έναν ηθικό κώδικα τιμής, ο οποίος με τον καιρό μετατρέπεται στα πρώτα αστυνομικά μέτρα για την προστασία των θηραμάτων και κατ’ επέκταση της άγριας ζωής, κάτω από τις πιέσεις των κυνηγών, οι οποίοι οργανώνονται σε κυνηγετικά σωματεία.
Το κυνήγι στις αρχές του 20ου αιώνα εξακολουθεί να περιβάλλεται από υψηλή κοινωνική αίγλη, ενώ είναι πράγματι εντυπωσιακό να διαπιστώνει κανείς ότι οι κυνηγοί, έχοντας βαθιά γνώση των θεμάτων του περιβάλλοντος, φρόντισαν για τη διαμόρφωση μιας σειράς νομικών προστατευτικών διατάξεων, καινοτόμων όχι μόνο για εκείνη την εποχή, αλλά και για τη σημερινή. Η απαγόρευση της θήρας με δίχτυα, ξόβεργες, παγίδες και κάθε άλλο μέσο πλην του πυροβόλου όπλου, η θέσπιση προστατευόμενων ζωνών και πολλές ακόμα διατάξεις που υιοθετήθηκαν εκείνα τα χρόνια και ισχύουν και σήμερα, είναι αυστηρότερες από διατάξεις που σήμερα εφαρμόζονται σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα μας διαθέτει την πιο αυστηρή νομοθεσία στην Ευρώπη που αφορά το κυνήγι και δεν έχει καταδικαστεί καμία φορά από το Ευρωπαϊκό δικαστήριο για παράβαση για το κυνήγι.
Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα σηματοδοτείται από καθοριστικές εξελίξεις για τη μετέπειτα διαμόρφωση της σημερινής μορφής του κυνηγιού, οι οποίες συνέβησαν σε παγκόσμιο επίπεδο και επηρέασαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την ελληνική πραγματικότητα. Στο όνομα μιας κακώς νοούμενης “ανάπτυξης” των ανθρώπινων κοινωνιών, το περιβάλλον υποβαθμίστηκε ή άλλοτε καταστράφηκε με πρωτόγνωρους ρυθμούς για την ιστορία της ανθρωπότητας.Παράλληλα, οι άνθρωποι συγκεντρώνονται στις πόλεις και, απομονωμένοι από το φυσικό κόσμο, αρχίζουν να διαμορφώνουν διαφορετικές αντιλήψεις από τους κατοίκους της υπαίθρου. Οι νέες αστικές και υπερκαταναλωτικές κοινωνίες των ανεπτυγμένων χωρών, όντας ένοχες για μια σειρά καταστροφικών επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον, άρχισαν να αναζητούν τις αιτίες μιας ήδη επιβαρημένης κατάστασης και συχνά απέδωσαν ευθύνες στον εύκολο στόχο: το κυνήγι, το οποίο δύσκολα πλέον μπορούσε να γίνει αποδεκτό από μια κοινωνία που τείνει να λησμονεί τους νόμους που διέπουν το φυσικό περιβάλλον. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έκαναν την κοινή γνώμη επιρρεπή σε μια χωρίς ανάλυση υιοθέτηση των διαφόρων καταγγελιών των οικολογικών οργανώσεων.
Ήταν φανερό ότι το κυνήγι έπρεπε να προσαρμοστεί στην επιστημονική έννοια της θήρας, η οποία ορίζεται ως η αειφορική εκμετάλλευση ενός φυσικού ανανεώσιμου πόρου (των θηραματικών πληθυσμών). Μέσα από μια τεχνοκρατική προσέγγιση, η κυνηγετική διαχείριση, τα έργα προστασίας του περιβάλλοντος -έργα που πάντοτε πραγματοποιούσαν οι κυνηγοί-, οι πρακτικές θήρας και ό,τι άλλο χαρακτήριζε το κυνήγι, άρχισαν να διαμορφώνονται σύμφωνα με την επιστήμη. Ορισμένοι νέοι τομείς δραστηριοτήτων, όπως είναι η μελέτη και η ανάλυση των χαρακτηριστικών των θηραματικών πληθυσμών, η κατάρτιση επιστημονικού σχεδιασμού για τη θήρα κ.λπ. άρχισαν να πραγματοποιούνται από τους κυνηγούς στην Ευρώπη και σιγά-σιγά στην Ελλάδα.Είναι γεγονός ότι αυτές οι κοινωνικές και οικολογικές αλλαγές διαμόρφωσαν μια νέα μορφή κυνηγιού που είναι η εξέλιξη της κυνηγετικής δραστηριότητας. Η άσκησή του μέσα στο πλαίσιο που ορίζει ο νόμος και η επιστήμη επιτελεί έναν οικολογικά ωφέλιμο ρόλο, ο οποίος θα πρέπει να γίνει ευρύτερα αντιληπτός και να αξιοποιηθεί από την κοινωνία. Γιατί για τους κυνηγούς οι συνέπειες της καταστροφής του περιβάλλοντος είναι ακόμα πιο έντονες καθώς, πέρα από την ιδιαίτερα στενή σχέση και την αγάπη τους για τη φύση, κάτι τέτοιο σημαίνει το τέλος για την μακραίωνη αυτή παράδοση.